- τροτέζα
- η, Νγυναίκα τού πεζοδρομίου, πόρνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. trotteuse].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μακ Λέιν, Σίρλεϊ — (Shirley MacLaine, Βιρτζίνια 1934 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και συγγραφέας. Σπούδασε μπαλέτο στην Ουάσινγκτον και μεταπήδησε μάλλον τυχαία στην υποκριτική μέσω του θεάτρου, όταν σε ηλικία 20 ετών και ως μέλος του χορού επελέγη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Κάαν, Τζέιμς — (James Caan, Νέα Υόρκη 1939 –). Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Από τους σπουδαιότερους της γενιάς του, αν και εμφανίστηκε περισσότερο σε μη πρωταγωνιστικούς ρόλους, πάντοτε κατάφερνε να ξεχωρίζει χάρη στο υποκριτικό του… … Dictionary of Greek
Λέμον, Τζακ — (John Uhler «Jack» Lemmon III, Βοστόνη 1925 – 2001). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως παραγωγός ραδιοφώνου. Στη συνέχεια στράφηκε στο θέατρο, ενώ αργότερα συνέχισε ως ηθοποιός της… … Dictionary of Greek